- αιμοκάθαρση
- Είδος καθαρισμού του αίματος, που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση της νεφρικής ανεπάρκειας. Κατά τη διαδικασία της, το αίμα του ασθενούς διοχετεύεται σε ειδικό μηχάνημα, καθαρίζεται και επιστρέφει στο κυκλοφορικό σύστημα.
* * *η Ιατρ.ο εξωνεφρικός και πιο συγκεκριμένα ο εξωσωματικός καθαρισμός τού αίματος (τεχνητός νεφρός) από τα άχρηστα προϊόντα τού μεταβολισμού που φυσιολογικά απομακρύνονται από τον οργανισμό με τα ούρα.
Dictionary of Greek. 2013.